αλέγρος

αλέγρος
-α, -ο
1. εύθυμος, πρόσχαρος, ζωηρός
2. δραστήριος, ευκίνητος, σβέλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. λ. allegro «εύθυμος, γρήγορος».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεγράδα, αλεγράρω, αλεγρία, αλεγροσύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλέγρος — α, ο (λ. ιταλ.), εύθυμος, ζωηρός: Τον ξέρω χρόνια· είναι άνθρωπος αλέγρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεγράρω — [αλέγρος] 1. προκαλώ ευθυμία, δίνω χαρά, φαιδρύνω 2. κάνω κέφι, γίνομαι εύθυμος, ευθυμώ …   Dictionary of Greek

  • αλεγράδα — η [αλέγρος] η αλεγρία …   Dictionary of Greek

  • αλεγρία — η [αλέγρος] 1. ευθυμία, ζωηρότητα, φαιδρότητα, κέφι 2. ευκινησία, σβελτάδα …   Dictionary of Greek

  • αλεγροσύνη — η [αλέγρος] η αλεγρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”